προδιορθώσεως

προδιορθώσεως
προδιορθώσεω̆ς , προδιόρθωσις
setting right by anticipation
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφιδιόρθωσις — ἀμφιδιόρθωσις ( εως), η (Α) ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο ο ρήτορας προπαρασκευάζει κάποια υπερβολική έκφραση για να τήν επανορθώσει έπειτα ο ίδιος αποτελεί συνδυασμό τών ρητορικών σχημάτων τής προδιορθώσεως και επιδιορθώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”